- τριγμός
- και τρισμός, ο, ΝΜΑ [τρίζω]ήχος που δημιουργείται από προστριβή δύο σκληρών πραγμάτων, τρίξιμο (α. «τριγμός οδόντων» β. «τριγμοὶ πριόνων», Πλουτ.)αρχ.(για μερικά ζώα, όπως λ.χ. για την πέρδικα, για διάφορα ψάρια, για τα ποντίκια κ.ά.) οξεία κραυγή.
Dictionary of Greek. 2013.